υποκινησία

υποκινησία
η, Ν
βιολ. μείωση τής κινητικής δραστηριότητας, που μπορεί να οφείλεται σε φυσιολογικά αίτια, όπως είναι ο ύπνος, σε φαρμακολογικά αίτια, λ.χ. λήψη ηρεμιστικών, ή παθολογικά αίτια, όπως είναι οι νόσοι τού νευρικού ή τού μυϊκού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypokinesie].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”